- πραϋντικός
- -ή, -όκυρ. καταπραϋντικός, αυτός που συντελεί στην πράυνση: Πραϋντικά φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πραϋντικός — ή, ό / πραϋντικός, ή, όν, ΝΑ [πραϋντής] 1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός 2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός. επίρρ... πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν κατά τρόπο πραϋντικό … Dictionary of Greek
πραυντικός — πρᾱϋντικός , πραυντικός fit for appeasing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικά — πρᾱϋντικά , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc pl πρᾱϋντικά̱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc/acc dual πρᾱϋντικά̱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικωτέρα — πρᾱϋντικωτέρᾱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc/acc comp dual πρᾱϋντικωτέρᾱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικῶν — πρᾱϋντικῶν , πραυντικός fit for appeasing fem gen pl πρᾱϋντικῶν , πραυντικός fit for appeasing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικόν — πρᾱϋντικόν , πραυντικός fit for appeasing masc acc sg πρᾱϋντικόν , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικώτατον — πρᾱϋντικώτατον , πραυντικός fit for appeasing masc acc superl sg πρᾱϋντικώτατον , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλυντικός — ὁμαλυντικός, ή, όν (Α) [ομαλύνω] μαλακτικός, πραϋντικός … Dictionary of Greek
πραυντικοῖς — πρᾱϋντικοῖς , πραυντικός fit for appeasing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικοῦ — πρᾱϋντικοῦ , πραυντικός fit for appeasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)